-
1 Ill
adj.Sick: P. νοσώδης, P. and V. ἀσθενής.He fell ill: P. ἠσθένησε (Dem. 13).Wicked: P. and V. κακός, πάγκακος, πονηρός, μοχθηρός, φαῦλος, φλαῦρος, πανοῦργος, V. παντουργός. P. and V. κακός, δυστυχής, δυσδαίμων, ἀτυχής (rare V.), Ar. and V. δύσποτμος; see P. βλαβερός, P. and V. ἀσύμφορος, κακός, Ar. and V. ἀτηρός, V. λυμαντήριος, see Harmful.——————adv.Wickedly: P. and V. κακῶς, φαύλως.Injuriously: P. and V. κακῶς, P. ἀσυμφόρως.Go ill with: P. and V. κακῶς ἔχειν (dat.).Take it ill: P. χαλεπῶς φέρειν, δεινὸν ποιεῖσθαι, V. πικρῶς φέρειν, Ar. and P. ἀγανακτεῖν, Ar. δεινὰ ποιεῖν.Speak ill of: P. and V. κακῶς λέγειν (acc.).——————subs.Misfortune: P. and V. κακόν, τό, συμφορά, ἡ, πάθος, τό, πάθημα, τό, σφάλμα, τό, P. ἀτυχία, ἡ, ἀτύχημα, τό.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Ill
-
2 Ill turn
subs.Use P. and V. κακόν, τό.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Ill turn
-
3 Trouble
subs.Sorrow: P. ταλαιπωρία, ἡ, Ar. and V. πόνος, ὁ, ἄχος, τό, V. πῆμα, τό, ἆθλος, ὁ, πημονή, ἡ, δύη, ἡ, οἰζύς, ἡ.You would have been free from all subsequent troubles: P. πάντων τῶν μετὰ ταῦτʼ ἂν ἦτε ἀπηλλαγμένοι πραγμάτων (Dem. 11).With little trouble: V. βραχεῖ σὺν ὄγκῳ.Difficulty doubt: P. and V. ἀπορία, ἡ.met., of sickness: P. πόνος, ὁ (Thuc. 2, 49), or use P. and V. τὸ κακόν.Be troubled: P. and V. πονεῖν, κάμνειν.Get oneself into trouble: P. εἰς κακὸν αὑτὸν ἐμβάλλειν (Dem. 32).Zeal, energy: P. and V. σπουδή, ἡ.Troubles, difficulties: P. and V. κακά, τά, πάθη, παθήματα, τά, P. τὰ δυσχερῆ, τὰ ἄπορα, V. τἀμήχανον, τὰ δύσφορα, τὰ δυσφόρως ἔχοντα, μοχθήματα, τά, παθαί, αἱ, Ar. and V. πόνοι, οἱ.Disturbance: P. ταραχή, ἡ, V. ταραγμός, ὁ, τάραγμα, τό.——————v. trans.Disturb: P. and V. ταράσσειν, θράσσειν (Plat. but rare P.), ὄχλον παρέχειν (dat.), Ar. and P. ἐνοχλεῖν (acc. or dat.), πράγματα παρέχειν (dat.), V. ὀχλεῖν, Ar. and V. στροβεῖν, κλονεῖν, P. διοχλεῖν.I do not trouble: P. and V. οὔ μοι μέλει.Trouble about: P. and V. σπουδάζειν περί or ὑπέρ (gen.), φροντίζειν (gen.), P. περὶ πολλοῦ ποιεῖσθαι, V. σπουδὴν ἔχειν (gen.).Not to trouble about: use disregard.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Trouble
-
4 добро
добр||о I\ с1. τό καλό[ν], τό ἀγαθό[ν]:желать кому́-л. \доброа θέλω τό καλό κάποιου·2. (имущество) разг ἡ περιουσία, τά ὑπάρχοντα, τά ἀγαθά, τό βιός· ◊ по \доброу́ по здоро́ву μέ τό καλό· это не к \доброУ разг αὐτό δέν θά βγει· σέ καλό· поминать \доброо́м разг διατηρώ καλή ἀνάΜνηση· нет ху́да без \доброа погов. οὐδέν κακόν ἀμιγές καλού.добро́ IIнареч καλά, καλώς· ◊ \добро пожаловать! καλῶς ὠρίσατεί, καλῶς ήρθατε! -
5 нехорошо
нехорош||о1. нареч ἄσχημα, κακά, κακώς:я чу́вствую себя \нехорошоό αίσθάνομαι τόν ἐαυτό μου ἄσχημα, δέν αίσθάνομαι τόν ἐαυτό μου καλά·2. предик. безл δέν εἶναι κάλο, εἶναι κακόν:это \нехорошоо́ δέν εἶναι κάλο αὐτό· \нехорошоо так поступать δέν εἶναι κάλο νά φέρεσαι ἔτσι. -
6 худо
ху́д||о Iс τό κακό[ν]:он никому не делает \худоа δέν κάνει σέ κανέναν κακό· ◊ нет \худоа без добра погов. οὐδέν κακόν ἀμιγές καλοῦ, κάθε ἐμπόδιο σέ καλό.худо II1. нареч κακά, ἄσχημα:\худо отзываться ὁ ком-л. ἐκφράζω ἄσχημη γνώμη γιά κάποιον2. безл:ему́ \худо τήν ἔχει ἄσχημα· ему́ \худо пришлось в жизни τά βρήκε ζόρικα στή ζωή του. -
7 добро
добро 1-а ουδ.1. το καλό, το αγαθό, η αρετή•добро и зло το καλό και το κακό.
2. το ωφέλιμο, το ευχάριστο•из этого -а не выйдет απ'αυτό καλό δε βγαίνει•
нет худа без -έ ουδέν κακόν αμιγές καλού•
от -а -а не ищут κάμε το καλό και ρίχτο στο γιαλό.
3. καλή, αγαθή πράξη•делать много -а κάνω πολλά καλά.
4. η περιουσία, τα πράγματα, τα υπάρχοντα, το βιός, ο πλούτος•сундуки полны -а τα σεντούκια είναι γεμάτα πλούτο.
5. ειρν. παλιοπράγμα, άχρηστο πράγμα•такого -а нам и даром не нужно τέτοια παλιοπράγματα και τζάμπα δεν τα παίρνομε.
εκφρ.поминать -ом – δεν ξεχνώ το καλό•это не к -у – α) αυτό, δεν) οδηγεί σε καλό, δε θα βγει σε καλό. β) παλ. αυτό είναι προάγγελος κακών συνεπειών.добро 2επίρ.καλά• έτσι, ας είναι έτσι• добро! сделаем так! καλά! θά κάνουμε έτσι!•εκφρ.добро пожаловать – καλώς ήρθατε.добро 3-а ουδ.παλιά ονομασία του ρωσικού γράμματος «Д». -
8 нет
απρόσ. ως κατηγ.1., δεν υπάρχει• δεν είναι• δεν έχω•никого нет дома δεν είναι κανένας σπίτι•
нет худа без добра ουδέν κακόν αμιγές καλού•
в кассе нет денег το ταμείο δεν έχει χρήματα (στο ταμείο δεν υπάρχουν χρήματα)•
у меня нет времени δεν έχω καιρό (δεν ευκαιρώ).
2. όχι, δεν•все собрались, а его нет как нет (- да -) όλοι συγκεντρώθηκαν, αυτός ακόμα δεν ήρθε•
он приехал или -? αυτός ήρθε ή όχι;•
нет ещё όχι ακόμα.
3. αρνητ. μόριο• όχι•, он прав όχι, αυτός έχει δίκαιο•отвечай да или -? απάντα, ναι ή όχι;
4. μόριοεπιτακ. όχι, για, πω-πώ.5. μόριο ερωτημ. αλήθεια; πραγματικά; άραγε;6. (με το «так» εμπρός, με το «же» μετά ή και χωρίς αυτά)• όμως, αλλά, εν τούτοις, παρά ταύτα, παρ όλ αυτά.7. έλλειψη, ανέχεια•на нет и суда нет ουκ αν λάβεις παρά του μη έχοντος ή άμα δεν έχεις δεν παίρνει ούτε κι ο Θεός.
εκφρ.и -; нет да нет – ως τώρα λείπει (απουσιάζει)• (того) чтобы δεν υπάρχει διάθεση (συνήθεια, επιθυμία κ.τ.τ.) περί του πρακτέουдаи... από καιρό σε καιρό, που και που, αραιά και που•а то -? – μήπως δεν είναι έτσι;•ни да ни нет – ούτε ναι ούτε όχι•на нет – στο ελάχιστο•свести на нет – καταστρέφω εντελώς, εκμηδενίζω, εξοντώνω•сойти (свестись) на нет – α) χάνομαι, εξαφανίζομαι: голос выступающего сошёл на нет η φωνή του ομιλητή έσβησε, β) μτφ. εκμηδενίζω, εξουθενώνω, εξοντώνω: в нетях (нетех) παλ. ανυπότακτος στρατού. -
9 Abuse
v. trans.Misuse: P. ἀποχρῆσθαι (dat.).Speak evil of: P. and V. κακῶς λέγειν, διαβάλλειν, λοιδορεῖν (or mid. with dat.), ὑβρίζειν, ὀνειδίζειν (dat.), P. κακίζειν, βασκαίνειν, βλασφημεῖν (εἰς, acc. or κατά, gen.), ἐπηρεάζειν (dat.), Ar. and P. συκοφαντεῖν, V. ἐξονειδίζειν, κακοστομεῖν, δυσφημεῖν, δεννάζειν, δυστομεῖν, κυδάζεσθαι (dat.).——————subs.Reproach, insult: P. and V. ὕβρις, ἡ, ὄνειδος, τό, διαβολή, ἡ, P. ἐπήρεια, ἡ, βλασφημία, ἡ, κακηγορία, ἡ, βασκανία, ἡ, Ar. and P. συκοφαντία, ἡ, λοιδορία, ἡ.Mischief, evil: P. and V. κακόν, τό.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Abuse
-
10 Adversity
subs.P. and V. δυσπραξία, ἡ, πάθος, τό, παθημα, τό, συμφορά, ἡ, κακόν, τό, V. πῆμα, τό, πημονή, ἡ, P. δυσδαιμονία, ἡ, δυστυχία, ἡ ; see Misfortune.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Adversity
-
11 Affliction
subs.Anything that causes trouble: P. and V. κακόν, τό, V. πῆμα, τό.Distress: P. and V. λύπη, ἡ, πόνος, ὁ, V. πῆμα, τό, πημονή, ἡ, πένθος, τό, P. ταλαιπωρία, ἡ.Misfortune: P. and V. δυσπραξία, ἡ, συμφορά, ἡ, παθος, το, πάθημα, τό, P. δυστυχία, ἡ ; see Misfortune.Disease: P. and V. νόσος, ἡ, νόσημα, τό.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Affliction
-
12 Bane
subs.Poison: P. and V. φάρμακον. τό, V. ἰός. ὁ.Cause of mischief: P. and V. κάκον, τό, V. δήλημα, τό, πῆμα, τό.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Bane
-
13 Calamity
subs.P. and V. συμφορά, ἡ, κακόν, τό, πάθος, τό, πάθημα, τό, σφάλμα, τό, P. ἀτύχημα, τό, ἀτυχία, ἡ, δυστύχημα, τό, δυστυχία, ἡ, πταῖσμα, τό; see Misfortune.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Calamity
-
14 Canker
subs.V. λειχήν, ὁ.Cancer: V. φάγεδαινα, ἡ.Disease generally: P. and V. νόσος, ἡ, νόσημα, τό.Festering sore: lit. and met., P. and V. ἕλκος, τό.met., plague spot: P. and V. κακόν, τό, νόσος, ἡ, νόσημα, τό.——————v. trans.Corrupt: P. and V. διαφθείρειν.Cause to rot: P. and V. σήπειν.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Canker
-
15 Catastrophe
subs.Disaster: P. and V. συμφορά, ἡ, κακόν, τό, πάθος, τό, πάθημα, τό, σφάλμα, τό, P. ἀτύχημα, τό, ἀτυχία, ἡ, δυστύχημα, τό, δυστυχία, ἡ, πταῖσμα, τό.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Catastrophe
-
16 Conscience
subs.V. σύνεσις, ἡ (Eur., Or. 396), P. τὸ συνειδέναι.Something that weighs on one's conscience: P. and V. ἐνθύμιον, τό.Satisfying their consciences with this at least, that they had not voted anything harmful to the city: P. τοῦτο γοῦν σφίσιν αὐτοῖς συνειδότες ὅτι οὐδὲν κακὸν τῇ πόλει ἐψηφίσαντο (Lys. 127).His determination never reached to this point, but shrank back, for a guilty conscience kept it in thrall: P. οὔκουν προσῄει πρὸς ταῦθʼ ἡ διάνοια ἀλλʼ ἀνεδύετο· ἐπελαμβάνετο γὰρ αὐτῆς τὸ συνειδέναι (Dem. 406).Keep a clear conscicnce, v.: use P. and V. εὐσεβεῖν.A clear conscience, subs.: use P. and V. εὐσέβεια, ἡ, τὸ εὐσεβές.With a clear conscience: use adv., P. and V. εὐσεβῶς.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Conscience
-
17 Disaster
subs.P. and V. συμφορά, ἡ, κακόν, τό, σφάλμα, τό, πάθος, τό, πάθημα, τό, P. ἀτυχία, ἡ, ατύχημα, τό, δυστυχία, ἡ, δυστύχημα, τό, πταῖσμα, τό.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Disaster
-
18 Drift
v. intrans.P. and V. φέρεσθαι.Drift with the breeze: V. ἰέναι κατʼ οὖρον.——————subs.Meaning of a word, etc.: P. διάνοια, ἡ, βούλησις, ἡ; see Intention.Tendency: P. φορά, ἡ.Purpose, aim: P. προαίρεσις, ἡ.What is the drift of this mischief? P. ποῖ τείνει τὸ κακόν τοῦτο; (Plat., Crit. 47C).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Drift
-
19 Evil
adj.Wicked: P. and V. κακός, πονηρός, μοχθηρός, πάγκακος, πανοῦργος, φαῦλος, φλαῦρος, ἀνόσιος; see Wicked.Unfortunate: P. and V. κακός, δυστυχής, δυσδαίμων, ἀτυχής (rare V.), Ar. and V. δύσποτμος; see Unfortunate.——————subs.P. and V. κάκη, ἡ, πονηρία. ἡ, πανουργία, ἡ, Ar. and P. κακία, ἡ, μοχθηρία, ἡ, P. κακότης, ἡ; see Wickedness.Calamity: P. and V. συμφορά, ἡ, κακόν, τό, πάθος, τό, πάθημα, τό, σφάλμα, τό, P. ἀτύχημα, τό, ἀτυχία, ἡ.Speak evil of: P. and V. κακῶς λέγειν (acc.); see abuse.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Evil
-
20 Feel
v. trans.Touch: P. and V. ἅπτεσθαι (gen.), ἐφάπτεσθαι (gen.) (Plat.), V. θιγγάνειν (gen.) (also Xen.), ψαύειν (gen.) (rare P.), ἐπιψαύειν (gen.); see Touch.Appreciate: P. περὶ πολλοῦ ποιεῖσθαι, V. πολλῶν ἀξιοῦν.Feel one's way: Ar. and P. ψηλαφᾶν.Feeling his way with a stick: V. σκήπτρῳ προδεικνύς (Soph.. O.R. 456).V. intrans. Be affected: P. and V. πάσχειν.How do you feel? P. and V. πῶς ἔχεις;Feel friendly towards: P. εὐνοϊκῶς διακεῖσθαι πρός (acc.).How most Macedonians feel towards Philip one could have no difficulty in discovering from this: P. οἱ πολλοὶ Μακεδόνων πῶς ἔχουσι Φιλίππῳ ἐκ τούτων ἄν τις σκέψαιτο οὐ χαλεπῶς.Just as fractures and sprains make themselves felt when the body catches any disease: P. ὥσπερ τὰ ῥήγματα καὶ τὰ σπάσματα ὅταν τι κακὸν τὸ σῶμα λάβῃ τότε κινεῖται (Dem. 294).Feel oneself (injured, etc.): use consider.Feel for, grope for: P. ἐπιψηλαφᾶν (gen.), Ar. ψηλαφᾶν (acc.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Feel
См. также в других словарях:
Κακὸν ἄγγος οὐ κλάται. — См. Битая посуда два века живет … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
κακόν — κακός bad masc acc sg κακός bad neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δέχεται κακὸν ἐκ κακοῦ αἰεί. — δέχεται κακὸν ἐκ κακοῦ αἰεί. См. Беда одна не приходит … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἀναγκαῖον κακόν. — ἀναγκαῖον κακόν. См. Необходимое зло … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Τραχεῖαν ὀργὴν, ὡς ἀμήχανον κακόν. — τραχεῖαν ὀργὴν, ὡς ἀμήχανον κακόν. См. Человек в ярости безумен … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Εἰ δὲ κακὸν εἴπῃς, τάχα κ’αὐτὸς μεῖζον ἀκούσαις. — См. Кто говорит, что хочет, услышит чего и не хочет … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ὁ μὴ πεπλευκὼς οὐδὲν ἑώρακεν κακόν. — См. Кто на море не бывал, тот до сыта Богу не маливался … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Κακὸς κακὸν ἡγηλάζει… — См. Масть к масти подбирается … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Μέγα βιβλίον, μέγα κακόν. — См. Не многое, но много … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Θάλασσα καὶ πῦρ καὶ γυνὴ τρίτον κακόν. — См. От пожара, от потопа, от злой жены, Боже сохрани … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Κακῆς ἀπ’ ἀρχῆς γίγνεται τέλος κακόν. — См. Плохое началишко не к доброму концу … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)